- ρασιοναλιζασιόν
- η, Ν1. (ψυχολ.) η εκ τών υστέρων αιτιολόγηση μιας συγκεκριμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς τού ατόμου2. (ψυχαν.) η διαδικασία τής εξήγησης και αιτιολόγησης ενός συμπτώματος, μιας αμυντικής ενέργειας ή μιας νευρικής κρίσης τού ατόμου, και η απόδοση σ’ αυτήν ορθολογιστικών αιτίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. rationalisation < λατ. rationalis «λογικός» < λατ. ratio, -onis «λόγος, λογισμός»].
Dictionary of Greek. 2013.